-
1 προς-επι-φέρω
προς-επι-φέρω (s. φέρω), noch dazu tragen, bringen, noch dazu hervorbringen, Xen. Oec. 5, 2; noch daraufsetzen, hinzusetzen, τὸν κολοφῶνα, Clem. Al.
-
2 κολοφών
κολοφών, ῶνος, ὁ, Gipfel, Spitze, übh. das Höchste, Letzte, der Schluß; κολοφὼν εἰρήσϑω ἐπὶ τῷ λόγῳ Plat. Legg. II, 674 c, wo der Schol. es erkl. τὸ κῦρος τῆς ἐπικρίσεως; vgl. τὸν κολοφῶνα ταῖς ὑποσχέσεσιν ἐπέϑηκας, Ep. III, 318 b, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen; öfter bei Sp., z. B. Plut. adv. Stoic. 12. – Nach Strab. XIV, 642 von der Stadt Kolophon, deren Reiterei den Ausschlag in mehreren Schlachten gegeben haben soll. S. nom. propr. – Bei Plut. de cup. div. 7 ein Werkzeug zu Leibesübungen.
-
3 κολοφών
κολοφών, ῶνος, ὁ, Gipfel, Spitze, übh. das Höchste, Letzte, der Schluß; τὸν κολοφῶνα ταῖς ὑποσχέσεσιν ἐπέϑηκας, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen; von der Stadt Kolophon, deren Reiterei den Ausschlag in mehreren Schlachten gegeben haben soll; ein Werkzeug zu Leibesübungen -
4 ἐπι-τίθημι
ἐπι-τίθημι (s. τίϑημι), 1) daraufsetzen, -legen, -stellen, κρατὶ κυνέην, ἐπιϑήσει φάρμακα, wird Heilmittel auflegen, Il. 4, 190, κεφαλῇ δ' ἐπέϑηκε καλύπτρην, einen Schleier auf den Kopf, Od. 5, 232; τύμβον τε χῶσον κἀπίϑες μνημεῖά μοι Eur. I. T. 702; στήλην λίϑου ἐπέϑηκαν Her. 7, 183; ὀϊστόν, einen Pfeil auflegen, 5, 105; öfter τινί τι, Thuc. 7, 36; Xen. Oec. 17, 9; ζυγά τινι Cyr. 3, 1, 27; mit der Präposition, ἐπὶ πυρᾶς ἐπιϑέντες τὸν νεκρόν Thuc. 2, 52; ἀσκοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων Her. 2, 121, 4; – c. gen., τινὰ λεχέων, Jem. auf das Lager legen, Il. 24, 589; – ἐπὶ τὰ στέρνα τὴν κεφαλήν, Xen.; – bes. – a) Speisen aufsetzen, auftragen, εἴδατα πόλλ' ἐπιϑεῖσα, oder richtiger: hinzusetzend, noch dazu auftragend, Od. 1, 140, vgl. ἐπὶ δέ σφι τίϑει χρύσεια κάνεια 10, 355. vom Opfer, ἐπὶ μηρία ϑέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ, eigtl. auf den Altar legen, opfern, 21, 267; οὐδ' ἂν ϑύσαιμ' οὐδ' ἂν σπείσαιμ' οὐδ' ἐπιϑείην λιβανωτόν Ar. Nub. 425; λιβανωτὸν ἐπιτιϑείς Vesp. 96; Antiph. 1, 18. – b) ὄνομα, einen Ramen beilegen, geben, Plat. Conv. 205 b Crat. 424 d. – c) Strafe u. ä. auflegen, σοὶ δὲ ϑωὴν ἐπιϑήσομεν Od. 2, 192; χαλεπὴν ἀμοιβήν Hes. O. 332; αἵματος δίκην Eur. Or. 500; δίκην, ζημίαν τινί, ἄποινα, Her. 1, 144. 4, 43. 9, 120; Xen. Cyr. 1, 2, 2 u. A.; δίκην Plat. Critia. 106 b u. öfter; ἐπὶ πᾶσι τάξεις καὶ ζημίας Legg. VII, 823 c; τιμω ρίαν ὑπὲρ ὧν τοὺς ἄλλους ἠδικουν ἐπέϑηκαν Dem. 60, 11; Sp., wie Plut. Fab. Max. 9 u. öfter; μισϑόν τινι Pol. 5, 18, 8. – So Unglück, Schmerzen auferlegen, zu Theil werden lassen, in tmesi, ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί Il. 2, 39; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς ϑῆκε κακὸν μόρον, über die er verhängte, 6, 357; ἀνάγκην Xen. Lac. 10, 7. – d) τέλος μύϑῳ ἐπιϑήσεις, der Erzählung ein Ziel setzen, sie in Erfüllung gehen lassen, Il. 19, 107. 20, 369, wie Isocr. 6, 77; übh. ein Ende machen, beendigen, τῷ μύϑῳ τέλος οὐκ ἐπέϑεμεν, Plat. Polit. 277 b Prot. 348 a; ἤδη κολοφῶνα ἐπιτίϑης τῇ σοφίᾳ, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen, Euthyd. 301 e (vgl. κολοφών) ähnl. Dem. 21, 18 δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέϑηκεν, er setzte seinen Thorheiten gleichsam die Krone auf; – πίστιν ἐπιϑεῖναι, einen Schwur darauf setzen, beschwören, Dem. 29, 33. 49, 42; – λίϑον ἐπέϑηκε ϑύρῃσιν, er setzte einen Stein vor die Thür, Od. 13, 370. 9, 243, mit dem Nebenbegriff des Verschließens; ϑύρας ἐπέϑηκε φαεινάς 21, 45, wie ὡςεί τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιϑείη 9, 314, den Deckel auf den Köcher legen, ihn verschließen; νέφος ἐπιϑεῖναι, Ggstz ἀνακλίνειν, vorschieben, d. i. den Himmel schließen, von de n, Horen, Il. 5, 751. 8, 395 λόχον, vom trojanischen Pferde, Od. 11, 25 (vgl. ἐπίκειμαι). – Uebertr., φρένα, nur in tmesi, den Geist auf Etwas hinrichten, auf Etwas achten, Hom.; – auftragen, zur Besorgung übergeben, βιβλίον ἐς Αἴγυπτον ἐπέϑηκε Her. 3, 42; Ἀλκαῖος ἐν μέλει ποιήσας ἐπιτιϑεῖ εἰς Μιτυλήνην, 5, 95; ἐπιστολήν Dem. 34, 28, was Harpocr. durch παρέδωκε erkl. Vgl. med. 3). – 2) hinzusetzen, hinzufügen, κτήματα δ' ὅσσ' ἀγόμην – πάντ' ἐϑέλω δόμεναι καὶ οἴκοϑεν ἄλλ' ἐπιϑεῖναι, u. noch andere von meinem eigenen Besitzthume hinzufügen, Il. 7, 751, 23, 796; Od. 22, 62, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ' ἀπολείπων μήτ' ἐπιϑεὶς μάλα πολλά Hes. O. 695, weder viel unter. noch über dreißig Jahre; Sp. – Als Epitheton brauchen, Schol. Ap. Rh. 2, 118. – Med., 1) sich aufsetzen. στεφάνην κεφαλῆφιν Il. 10, 30; ἐπὶ δ' ἔϑεντο κισσίνους στεφάνους Eur. Bacch. 701; οὑκ ἐπιϑήσομαι ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν Andr. 1211; Sp.; χεῖρας στήϑεσσί τινος, seine Hände auflegen, Il. 18, 317. – 2) sich an Etwas machen, sich auf Etwas legen, angreifen, unternehmen; absolut, Her. 3, 76, δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε 1, 96. vgl. 6, 60; gew. c. dat., ναυτιλίῃσι 1, 1 ναυκληρίᾳ Lys. 6, 19. ἑπιϑέσθαι τῇ πείρα ἠπυίγετο Thuc. 7, 42, versuchen; τῷ ἔργῳ Xen. Mem. 2, 8, 3; κυβερνητικῇ Plat. Polit. 299 b; ἐπιϑησόμεϑα τοῖς πολιτικοῖς Gorg. 527 b; c. inf., ἐλέγχειν τὸν λόγον ἐπιϑησόμεϑα Soph. 242 ο, wie Isocr. 5, 1; τῇ καταλύσει τοῠ δήμου, mit der Auflösung der Demokratie umgehen, Aesch. 3, 235; Sp., von denen D. Sic. 15, 80 auch akt. τῷ κινδύνῳ ἐπιϑείς sagt; – bes. im feindlichen Sinne, sich an Etwas machen, angreifen, anfallen, bes. plötzlich, od. aus dem Hinterhalte, unvermuthet, τινί, Her. 6, 108. 7, 125 u. öfter; auch aor. I, πρώτοισι ἐπεϑήκατο 1, 26; Thuc. u. Folgde; Μέλητός μοι ἐπέϑετο, vom gerichtlichen Angriff, Plat. Apol. 23 c, τῷ πατρικῷ λόγῳ Soph. 242 a. – 3) auftragen, befehlen, ἐπιϑέμενος ταῠτα ἐμοί Her. 1, 111; 3, 63; οὐκ ὤκνησεν ἐπιϑέσϑαι τοῖς οἰκείοις ἐπιγράψαι τῷ μνήματι τάδε Ath. XI, 465 d. – 4) daran, darauf setzen, wie im act., mit besonderer Beziehung auf das subj., πύλας μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίϑεσϑε Plat. Conv. 218 b, eure Ohren verschließet; λόγον ἐπ' αὐτῇ νόμον ὕστερον ἐπιϑώμεϑα Legg. XI, 918 a; σῖτον τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν, sich auftragen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 3; – ἐπέϑεντο ϑάνατον ζημίαν Thuc. 2, 24. – So auch Aesch. τόδ' ἐπέϑου ϑύος δημοϑρόους τ' ἀράς, du zogest dir zu, Ag. 1383. – Plut. u. a. Sp. brauchen auch den aor. pass. in der Bdtg des med.
См. также в других словарях:
αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… … Dictionary of Greek
Κτησίλοχος — (4ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τον Κολοφώνα. Ήταν ανιψιός και μαθητής του ζωγράφου Απελλή. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι ο Κ. είχε ζωγραφίσει έναν κωμικό πίνακα που απεικόνιζε τον Δία να γεννά τον Διόνυσο, σπαράζοντας από τους πόνους … Dictionary of Greek
вьрхъ — ВЬРХ|Ъ (201), ОУ с. 1. Верхняя часть чего л.; вершина, верхушка: положь сию просфѹрѹ на ст҃ѣмь блюдѣ. перъстомъ показаѩ верхъ е˫а. КР 1284, 274б; и постави скѹделницю… и пристави мужа возити мьртвьцѩ… и та(к) беспрестани по всѩ дни влагаше. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τεγοστάτης — ο, Ν ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που στηρίζει τον κολοφώνα τής στέγης, αλλ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέγος «στέγη» + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης] … Dictionary of Greek
υποκολοφώνας — ο, Ν δοκός που βρίσκεται κάτω από τον κολοφώνα τής στέγης και παράλληλα προς αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κολοφώνας] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek